vita moderna

kisses, tears & psychodramas

25.2.04

Τι να κάνω με 80 ευρώ;

Καλέ μου άνθρωπε! Θα κάνεις δύο απλές κινήσεις που θα φέρουν μεγάλη χαρά στο σπίτι σου, μεγάλο ραβαΐσι στο φτωχικό σου. (Λειτουργούν εξίσου αποτελεσματικά αν ζεις σε πύργο ή σκάφος και είσαι μεγαλοκαρχαρίας του πλούτου –αρκεί να αγαπάς την τέχνη)

Κίνηση πρώτη.
Πηγαίνεις σε ένα από τα σιχαμερά αυτά μαγαζιά τύπου Praktiker και αγοράζεις το φθηνότερο DVD player, ακριβώς 70 ευρώ. Ρωτάς αν διαβάζει όλα τα φορμά (που τα διαβάζει) έτσι ώστε ταυτόχρονα να παίζεις και τα CD σου ή τα MP3 σου αν είσαι προχωρημένος.

Κίνηση δεύτερη και καθοριστική.
Αγοράζεις τον ετήσιο οδηγό DVD του περιοδικού HITECH που κυκλοφορεί στα περίπτερα(προσοχή γιατί κυκλοφορούν και άλλοι ανώνυμοι). Με 10 μόλις ευρίδια, έχεις τώρα μια πανοραμική όψη όλων των 2700 ταινιών που κυκλοφορούν στα βιντεοκλάμπ, με το εξωφυλλάκι, τους σκηνοθέτες - πρωταγωνιστές και τα συναφή, συν μια απολύτως αξιόπιστη κριτική με αστεράκια. Αυτά όλα τα καλούδια προσφέρονται σε έναν κομψό, εύχρηστο τόμο-οδηγό που μπορείς να τον ακουμπάς το βράδυ στο προσκεφάλι σου σε περίπτωση που τελείωσες την τριλογία του Θέμελη.

Τι πέτυχες.
1.Πρόσβαση σε δεκάδες σινεφίλ ταινίες που δεν υπήρχαν σε βιντεοκασέτες. Συμπληρώνεις τα κενά που είχες σε Φελίνι, Παζολίνι, Τσάπλιν, Ουέλς.
2.Τρομερή άνεση στην παρακολούθηση. Άλλη εικόνα. Πηδάς από σκηνή σε σκηνή τσουπ τσουπ. Πολύ εύκολα συνδέεται και με τα ηχεία του στερεοφωνικού σου ή του micro συστήματός σου.. Πολλά extras (συνεντεύξεις κλπ. εντός του dvd). Βασιλιάς για μια νύχτα!
3.Μπορείς να βάλεις τάξη στη ζωή σου και να τσεκάρεις τι έχεις δει και τι θα ήθελες να δεις, μέσω του υπέροχου οδηγού-εργαλείου που προαναφέραμε. Γενικά, ανακαλύπτεις ξανά τη χαρά του σινεμά.
4.Αποφεύγεις τα άχρηστα debate, καλείς κόσμο στο σπίτι, καλλιεργείσαι ως άνθρωπος, ανοίγεις τα φτερά σου, ανοίγεσαι στην κοινωνία, ανοίγεις κι ένα μπουκάλι κρασί.

Τι άλλο να σου πω για να πειστείς; Ακόμα ψάχνεις να δεις πόσα είναι 80 ευρώ;
Σε βοηθώ: στην περίπτωσή μας, αμελητέα!

16.2.04

Ακραία γλωσσικά φαινόμενα.


Το Σαββατοκύριακο που πέρασε, μια σειρά από ακραία καιρικά φαινόμενα με οδήγησε σε πολλούς μπελάδες. Σκέφτομαι τώρα πώς ξεκίνησαν όλα.
Είχα και παλαιότερα παρατηρήσει ότι κάθε φορά που σαπουνίζομαι βιαστικά στην μπανιέρα, ένα μικρό ρυάκι νερού, επί του οποίου σβήνουν συνήθως και οι τελευταίες φουσκάλες αφρού, έχει την τάση να γλιστρά κάτω από την πόρτα του μπάνιου, σταματώντας στο μέσον περίπου του διαδρόμου που ενώνει το υπνοδωμάτιο με την κουζίνα. Δεν έχω μελετήσει τις αιτίες του φαινομένου διεξοδικά, καθώς οι μέριμνες του βίου και οι ποικίλες ενασχολήσεις στρέφουν αλλού την προσοχή μου-κυρίως σε ζητήματα ερωτικών σχέσων . Φαίνεται λοιπόν πως η λεπτή γραμμή νερού που άρχισε να κυλάει το απόγευμα της Παρασκευής από το σιφόνι του νιπτήρα, οδηγήθηκε αναπόφευκτα στο αυλάκι που δημιουργούν τα πλακάκια του δαπέδου καθώς συμβάλλουν κατά τον κάθετο άξονά τους κι από εκεί, στον διάδρομο.

Όταν το πρωί προσπάθησα να προσεγγίσω την κουζίνα, διαπίστωσα με έκπληξη ότι ένα λεπτό στρώμα πάγου είχε καλύψει ολόκληρο το διάδρομο. Ψάχνοντας ωστόσο στο κάτω μέρος της ντουλάπας ανέσυρα περιχαρής τα παγοπέδιλα που είχε φέρει η θεία Καίτη από την Αμερική, κατά τη διάρκεια των επισκέψεών της εκεί, στην ταραγμένη δεκαετία του εξήντα. Κανείς ποτέ δεν ξέρει πότε θα χρειαστεί κάτι.

Γλιστρώντας με κάποια ταχύτητα, αν και αδέξια, πάνω στην παγωμένη επιφάνεια, αναγκάστηκα να φρενάρω απότομα, περνώντας μπροστά από την πόρτα του σαλονιού. Εκεί, μπροστά μου, εκτυλισσόταν το ποιητικότερο θέαμα που έχουν αντικρύσει έως τώρα τα μάτια μου: χιόνιζε στο σαλόνι μου!
Ο καναπές, η τηλεόραση, το παλιό πικάπ, ο δίσκος της Δαλιδά είχαν θαφτεί κάτω από πυκνό χιόνι. Κοιτάζοντας έκπληκτος ψηλά, διαπίστωσα πως οι όροφοι προς τα πάνω είχαν ως δια μαγείας εξαφανιστεί κι εγώ βρισκόμουν στον πάτο ενός χιονισμένου πηγαδιού. Ενός τετράγωνου πηγαδιού, διαστάσεων 4Χ3, όσο ακριβώς η διάσταση του σαλονιού μου. Ψηλά στο χείλος του πηγαδιού, εκεί δηλαδή που παλιά βρισκόταν η ταράτσα, διέκρινα το κεφάλι του διαχειριστή που φωνασκούσε:
-Ξυπνήσατε επιτέλους; Σας ψάχνουμε όλη τη νύχτα! Θα σας καλύψει και σας το χιόνι!
Δυστυχώς μου είναι αδύνατον ακόμη και να πανικοβληθώ αν προηγουμένως δεν έχω πιει έναν διπλό εσπρέσσο μακιάτο, συνήθεια που παρέμεινε ζωηρή από την εποχή των σπουδών μου στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας του 80.
Δίχως να απαντήσω έκανα μεταβολή και οδηγήθηκα στην κουζίνα για τα περαιτέρω. Ευτυχώς εκεί η τάξις των αντικειμένων δεν είχε διασαλευτεί. Τα δεκάδες κρεμασμένα κατσαρολικά -είμαι φανατικός μάγειρας κατά τις ατέλειωτες ώρες του μονήρη βίου μου- έλαμπαν έτι περισσότερο, καθώς το προηγούμενο βράδυ είχα επιμεληθεί τη στίλβη των.
Στεκόμενος με αμηχανία μπροστά στην κάνουλα της βρύσης η οποία ηρνείτο να μου προσφέρει έστω μισό φλυτζάνι τρεχούμενου νερού, μια ξαφνική λάμψη διαπέρασε τα νυσταγμένα μάτια μου. Δεν άργησα να ανακαλύψω, ευτυχώς, την αιτία της: η οπισθία κυρτή όψη του κουταλιού που κρατούσα για την παρασκευή του καφέ, λειτουργούσα ως καθρέπτης, αντανακλούσε το παραμορφωμένο, άρτι χιονισμένο είδωλό μου όπως ακριβώς εκείνο εμφανιζόταν στη στίλβουσα επιφάνεια των κατσαρολικών. Πλησιάζοντας περισσότερο το αριστερό μάτι στην επιφάνεια του κουταλιού διαπίστωσα ότι εκεί που πριν εντοπιζόταν η συνήθης αραίωση του τριχωτού της κεφαλής υπήρχε τώρα μόνο το άσπιλο χιόνι.
Ανακουφισμένος και χαρούμενος από την αλλαγή της εικόνας μου προς το ποιητικότερο, άρπαξα μια χούφτα χιόνι από τους ώμους μου και το παράχωσα στη μηχανή του εσπρέσσο. Ο πρώτος ουρανόθεν σταλμένος καφές άρχισε να γίνεται πραγματικότητα.

Συνεχίζεται...


18-02-2004. Η συνέχεια.


Πίνοντας το χιονοζούμι, αισθάνθηκα αμέσως καλύτερα. Τώρα μπορούσα να τρομοκρατηθώ ελεύθερα και αυτό ακριβώς έκανα. Επιστρέφοντας πανικόβλητος στο σαλόνι, ενεργοποίησα όσα μικροαστικά, γλωσσικά αντανακλαστικά είχα μέσα μου φωνάζοντας προς τα πάνω:
-Για όνομα του Θεού! Πετάξτε μου ένα φτυάρι. Θα θαφτώ ζωντανός εδώ κάτω.
Αντί άλλης απαντήσεως έλαβα αμέσως τρία, τέσσερα φτυάρια που προσγειώθηκαν με δύναμη μπροστά μου.
-Φτάνει, ούρλιαξα. Θα με σκοτώσετε!
Άρχισα να φτυαρίζω το χιόνι δεξιά και αριστερά, προσπαθώντας να ανοίξω έναν διάδρομο μέχρι την πόρτα της εξόδου αλλά το νέο χιόνι που έπεφτε πυκνό δεν μου επέτρεπε να μετακινούμαι παρά ελάχιστα. Ακολουθώντας μια σειρά πολύπλοκων μαθηματικών υπολογισμών, βοηθούντος και του γεγονότος ότι οι σπουδές μου ήταν ακριβώς πάνω στην άλγεβρα Bool και τους μιγαδικούς αριθμούς, το δε μεταπτυχιακό μου διερεύνησε επιτυχώς το παράδοξο του Ζήνωνος, κατέληξα ότι για να προσεγγίσω την πόρτα-εάν φυσικά η πυκνότητα της πτώσης του χιονιού ανά κυβικό μέτρο παρέμενε σταθερή-χρειαζόμουν εκατόν δεκαεπτά ημέρες, ήτοι τέσσερις περίπου μήνες.

Πολλές φορές η γνώση δεν ωφελεί. Έτσι, σε πείσμα όσων ο ίδιος είχα διαπιστώσει, συνέχισα να φτυαρίζω με μανία, επιχειρώντας το ακατόρθωτο. Τα χέρια μου δούλευαν πυρετωδώς και το μυαλό μου χόρευε στο ρυθμό της εκσκαφής, παραλλάσσοντας συνεχώς τις παραμέτρους του προβλήματος. Δυστυχώς, η καλύτερη δυνατή τιμή, κάτω από την οποία δεν γινόταν να πέσω περισσότερο, ήταν οι εξηνταεπτά ημέρες, υπολογίζοντας τρεις δυνατές φτυαριές το δευτερόλεπτο ή τέσσερις επιπόλαιες· αυτά, δουλεύοντας καθημερινά δεκαοκτάωρο, με εξάωρη ανάπαυση.
Μερικές φορές η ακριβής γνώση αποδεικνύεται απολύτως περιττή.
Αφέθηκα να καταρρεύσω εκεί που υπέθετα ότι βρισκόταν ο καναπές μου.

Βυθισμένος τώρα στο χιόνι και απελπισμένος από την τροπή των γεγονότων, άρχισα να μπουσουλάω στα τέσσερα, ψάχνοντας το μπουκάλι με την τεκίλα που είχα παρατήσει το προηγούμενο βράδυ. Η στάθμη του χιονιού ανέβαινε επικίνδυνα. Ανέσυρα διαδοχικά μια κασέτα με προπολεμικά ρεμπέτικα του Γιοβάν Τσαούς, το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης, ένα μισοδιαβασμένο βιβλίο εκλαϊκευμένης ψυχιατρικής με τίτλο «το δοσίληθον πέος» ( απομεινάρι των αγωνιωδών διαβασμάτων μου κατά την ταραγμένη δεκαετία του εβδομήντα), μισό πορτοκάλι (συνοδευτικό του ποτού της χθεσινής βραδιάς) και μερικά θεόκλειστα φυστίκια Αιγίνης. Όταν επιτέλους εντόπισα την τεκίλα και ανασηκώθηκα, διαπίστωσα ότι το χιόνι έφθανε πλέον μέχρι το στήθος μου. Άρχισα να πίνω ασταμάτητα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εξισορροπήσω την εξωτερική θερμοκρασία με την εσωτερική. Πότε πότε δάγκωνα και μια φέτα πορτοκαλιού, πείθοντας τον εαυτό μου ότι το τέλος μου, που κατέφθανε πλέον με βεβαιότητα, διέσωζε κάτι ηρωικό, μεγαλοπρεπές και αξιοζήλευτο: δεν θα επέβαλε ο θάνατος τους όρους του πάνω μου. Θα αναχωρούσα από τον μάταιο τούτο κόσμο απολαμβάνοντας ιδανικά και ηδονικά το τελευταίο μου ποτό-σπονδή στα ατελείωτα, οργιαστικά μεθύσια και τις ολονύκτιες αντιπαραθέσεις γευσιγνωσίας με εκλεκτούς φίλους, κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας του ενενήντα.

Θαμμένος σχεδόν ολοκληρωτικά, ως ομιλούσα κεφαλή πλέον, άρχισα να τραγουδάω το αργόσυρτο this is the end –beautiful friend, the end… μην πιστεύοντας πλέον παρά στο θαύμα. Για την ακρίβεια ήλπιζα να ξυπνήσω ξαφνικά στο ζεστό κρεβάτι και να τινάξω από πάνω μου το φανταστικό χιόνι του εφιάλτη μου. Όμως η ζωή σπάνια ακολουθεί τις τεχνικές του μυθιστορήματος -συνήθως αποτελεί ένα κοινότοπο, άνοστο αφήγημα.
Με αυτή την τελική γνώση κατά νου συνέχισα να τραγουδώ, τύφλα στο μεθύσι. Όμως το τραγούδι μου συνόδευε τώρα ένας επίμονος ήχος ελικοπτέρου, ακριβώς όπως στην εισαγωγική σκηνή της ταινίας «Αποκάλυψη τώρα». Σκέφτηκα ότι προφανώς ξαναζώ σημαντικές στιγμές της ζωής μου και ότι το σύστημα αυτόματης επαναφοράς μνήμης, η λεγομένη random auto-memory search before death, πιθανώς και εξαιτίας του ποτού, μπέρδευε την αυθεντική μουσική των Doors με την εκδοχή του soundrack της ταινίας στην οποία είχε προστεθεί ήχος ελικοπτέρου. Τέτοιες λεπτομέρειες ήταν σημαντικές για μένα σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου και δεν σκόπευα να τις εγκαταλείψω ξαφνικά επειδή τύχαινε τώρα να πεθαίνω.

Λίγο πριν κλείσω τα μάτια και παραδώσω το πνεύμα, είδα το ελικόπτερο!
Κατέβαινε αργά στον στενό σωλήνα, σπαθίζοντας με δύναμη τις νιφάδες του χιονιού που έπεφταν ασταμάτητα. Κρεμασμένος στην πόρτα του ελικοπτέρου, καταχιονισμένος, ο Γιώργος Π., χειρονομούσε καθησυχαστικά, φωνάζοντας:
-Κουράγιο καλέ μου πολίτη. Ερχόμαστε.
Ταυτόχρονα, τρεις ανεμόσκαλες ρίχνονταν στο σαλόνι μου, με γατζωμένους πάνω τους κάμεραμεν της ελληνικής τηλεόρασης. Πρόλαβα να διακρίνω τη ΝΕΤ και το MEGA να με σκοπεύουν.
Ενθαρρυμένος από την απρόσμενη εξέλιξη των πραγμάτων φώναξα:
-Πρόεδρε, εσείς εδώ; Στο μάτι του κυκλώνα; Στο σαλόνι μου; Παντού;

Θυμάμαι το άγγιγμα της ζωής λίγο πριν λιποθυμήσω. Το γυμνασμένο χέρι του με αποσπούσε αποφασιστικά από τον λασπώδη τάφο του χιονιού καθώς οι κάμερες χόρευαν γύρω μου ασταμάτητα. Κι έπειτα ανεβαίναμε, συνεχώς ανεβαίναμε μέσα στο απόλυτο λευκό, το σχεδόν μαύρο!

Fin



Y.Γ. Ακολουθούν τα σχέδια της διάσωσής μου που βρέθηκαν αργότερα από τους γείτονες, οι οποίοι και μου τα παρέδωσαν. Τους ευχαριστώ πολύ.


11.2.04

Τοπιογραφία

Άρχισε πάλι το κρύο. Επιστρέφοντας βράδυ στο σπίτι, συναντούσα μόνο γάτες και άδεια κουτάκια κόκα κόλα. Οι αλκυονίδες, λέει, τέλος. Ήταν θέμα στις ειδήσεις όλη την ημέρα, το σχολίαζε και η κυρία στο ταξί, δίπλα μου. Την άκουγα να μιλάει στον ταξιτζή- εγώ κουμπωμένος, κλειστός, κοίταζα έξω από το παράθυρο. Μετά, στα σχόλια που ακολούθησαν για τις επερχόμενες εκλογές, κλείστηκα ακόμη περισσότερο· έχω κι εγώ τις ιδέες μου, ποιος να με καταλάβει...

Κατέβηκα στο περίπτερο, το σπίτι είναι κοντά. Πληρώνοντας, έριξα μια τελευταία ματιά στην κυρία, ήθελα να αισθανθώ κάτι απ’ τη ζωή της. Φλόδοξο σχέδιο. Στο περίπτερο έμεινα να χαζεύω τα κόμικς ψάχνοντας να αρπαχτώ από κάπου, μια ξεχασμένη αθωότητα: να ξανακούσω τις γροθιές να κάνουν «σμακ» και τις σφαίρες «ζιπ». Βρήκα μια χλωμή επανέκδοση του Λοχαγού Μαρκ, όχι και τόση άσχημη, αλλά η μαγεία είχε πετάξει. Ο περιπτεράς με κοιτάει πάντα με συμπάθεια, χαιρετάει: «γεια σου προφεσόρ»/ «καληνύχτα προφεσόρ»-είναι Βορειοηπειρώτης, καλό παιδί. Καταλαβαίνει. Κι ύστερα, τα βήματά μου στο πεζοδρόμιο, η μελαγχολία της μικροαστικής μου συνοικίας, το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων. Είναι κι αυτός, ένας τρόπος να ζεις.


Αλλά δεν είναι ο μόνος. Την ίδια ώρα, κοιτάζοντας ψηλά πάνω από τις πολυκατοικίες μπορείς να δεις τον ουρανό με εκείνο το παλιό φεγγάρι των ποιητών, σημάδι ότι υπάρχει ζωή και μετά τις δώδεκα . Μπορείς ακόμα να φανταστείς τη θάλασσα να ρυτιδώνεται από τον αέρα, την απέραντη στέπα. Τις ξαφνικές αμμοθύελες στην έρημο του Σινά, τα κρύσταλα των πάγων να βυθίζονται αργά στις λίμνες της Ανταρκτικής. Ένας κόσμος τόσο αρχαίος όσο το φως των μακρινών άστρων που φτάνει τώρα στη γη, η ζωή χωρίς την ανθρώπινη μεσολάβηση, χωρίς την ανθρώπινη μουτζούρα. Αλλά ποιος έχει μάτια να τη δει.

Ζούμε γυρισμένοι προς τα μέσα, στη δίνη της επικαιρότητας που επιβάλλεται πάνω μας κυριαρχικά. Και πώς αλλιώς. Αυτό είναι άνθρωπος. Τι μου είπε, τι της απάντησα. Πόσο άδικο έχει, για όλα τα φταίει το στραβό της το μυαλό. Πόσα θα μπορούσα να κάνω εγώ, αν ήθελα. Όμως δεν ήθελα, φαίνεται. Τώρα είναι αργά, πάει το πουλάκι , πέταξε. Αλλά θα δούμε. Μπορεί και να αλλάξει η κατάσταση.


Ζηλεύω τις φιγούρες του Σαγκάλ, ανθρώπους του ονείρου. Πετάνε πάνω από πόλεις, άχρονοι κι ερωτευμένοι, ταξιδεύοντας χειμώνα ή καλοκαίρι με ένα ελαφρύ πουκάμισο. Χωρίς λέξεις, χωρίς περιττές συνομιλίες. Στέκονται όπου θέλουν, φεύγουν όποτε τους γουστάρει. Στο υπαίθριο ζαχαροπλαστείο πίνει αυτός το καφεδάκι του κι εκείνη κάνει μπουρμπουλήθρες με τη γκαζόζα της. Μετά παίρνουν το μπάνιο τους στους καταρράκτες της Έδεσσας κι από εκεί κατ’ ευθείαν στο Παρίσι για ψώνια. Δεν πεθαίνουν ποτέ γιατί δεν γεννήθηκαν ποτέ.

Σε μας μένουν πάντα, τα λυπητερά τραγούδια:
Με πνίγει το παράπονο γιατί στον κόσμο αυτόνα/ τα καλοκαίρια τα ’χασα κι έφτασα στο χειμώνα./ Γειά σας περβόλια γειά σας ρεματιές/ γεια σας φιλιά και γειά σας αγκαλιές/ γειά σας οι κάμποι κι οι ξανθοί γυαλοί /γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί…



Υ.Γ. Φιλιά σε όλους. Έτσι, από αγάπη!

4.2.04

Τι κάνω μόνη μου/ μες στο σαλόνι μου;

Σήμερα το στερεοφωνικό μου ζει ημέρες δόξης λαμπρές.
Εξασφάλισα- δεν έχει σημασία πώς- πάνω από πενήντα cd, αυθεντικά τα περισσότερα, ήτοι με τους στίχοι μέσα, του λεγόμενου σύγχρονου λαϊκού-ο θεός να το κάνει.
Δεν λείπει τίποτα: Βανδή, Βίσση, Καιτούλα, Ρέμοι και Πλούταρχοι, Νotis και Νατάσσα, Πέγκυ Ζήνα, όλη η σύγχρονη πίστα και το λαϊκό πάλκο.

Στην αρχή είναι ένα γλυκό, τρυφερό οργανάκι που αναδύεται από τη σιωπή. Μοιάζει με τζουρά ή και τρίχορδο μπουζούκι που έχει συλληφθεί σε στιγμή που ο καλλιτέχνης παίζει νοσταλγικά μια φράση που θυμήθηκε…. Πλησιάζοντας όμως να δυναμώσεις την ένταση και , μάλιστα, αν είσαι λιγάκι αφηρημένος, μπορεί να μείνεις για πάντα εκεί.
Γιατί στα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα ακολουθεί το σχήμα τα-ρα-παμ-ΜΠΑΜ, παμ-ΜΠΑΑΜ, που δημιουργούν δυο τετράχορδα μπουζούκια πολλαπλασιασμένα στο στούντιο Χ 100, συν τη στιβαρή μπότα και τα πιατίνια των Deep Purple. Σημάδι ότι άλλο ένα σύγχρονο ζεϊμπέκικο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Ως διαφορά έντασης μπορεί να συγκριθεί με τις εκρήξεις της 2ης του Μahler(τι να σου πω, μπορεί και με άλλες συμφωνίες του, αλλά εγώ αυτήν έχω), όμως εκεί παίζουν και εβδομήντα όργανα ταυτόχρονα. Η αυθόρμητη αντίδραση πάντως είναι ίδια: τίναγμα και ταχυκαρδία.
Η κλιμάκωση στους στίχους και την ερμηνεία είναι παρόμοια. Αρχικά περιγράφεται το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει ο ερμηνεύων/ουσα μετά από την δόλια, σκαιή συμπεριφορά του κακού «άλλου». Στο ρεφρέν, ο μοναχικός λύκος-αινα, ουρλιάζει το παράπονο μέσα στο άδειο στούντιο: άου-ου-ου… δίνει τα φιλιά /που της έχω μάθει , και την αγκαλιά/ μέσα που έχω κλάψει. Δίνει το κορμί/ πώς να την κρατήσω/ πριν δώσει και καρδιά/ να την σταματήσω. Άου-ου-ουουου γουβ γουβ! (Νotis)

Ή μπορεί να οδηγηθεί σε αυτομαστίγωση:Συγνώμη να σου ζητήσω/ να κλάψω να προσπαθήσω… Συγνώμη λέω και ματώνω/ πεθαίνω όταν σε πληγώνω/ μονάχα εσένα αγαπάω/ αληθινά. (Δεσποινούλα)

Ή πάλι,να καταφύγει στον διαφωτισμό και τον ορθό λόγο, ως συνδρομή στην αναρχία των συναισθημάτων: Βάσει λογικής/ τώρα που ακόμα είναι νωρίς έπρεπε να ’φευγα/ να χα την καρδιά να σου πετούσα τα κλειδιά κι αντίο να ’λεγα/ Βάσει λογικής/ θα ταν αστείο να με δεις εδώ να έμενα/ μα άλλη μια φορά για τα δικά σου τα φιλιά/ κομμάτια έγινα!(Γεγονός που αποδεικνύει γιατί ο εκσυγχρονισμός δεν στεριώνει σ’ αυτή τη χώρα: τον υποσκάπτει το πάθος) (Καιτούλα)

Πάντως, εκεί που αρχίζεις να μερακλώνεις ,σκεφτόμενος ότι σκάρτα σου έχουν φερθεί όλες και καμιά δεν σε κατάλαβε α-λη-θι-νά, τσουπ, αλλάζει άρδην το σκηνικό. Βρισκόμαστε τώρα στο Λονδίνο, σε μεγάλη συναυλία, περιμένοντας να εμφανιστούν οι Faithless με σαπόρτ γκρουπ τους Orbital. Διότι, η εισαγωγή του σύνθι είναι γνωστή, φυσάει αέρας στα ηχεία, drum n bass, αναφορές στους Kraftwerk. Ξαφνικά, δεύτερη ανατροπή: τουμπερλέκι και μάλιστα οργιαστικό. Που προετοιμάζει τη δεύτερη βάση από σύνθι, αυτή τη φορά του τύπου radio-Instambul, πάνω στην οποία έρχεται να γράψει το beat ντούπου ντούπου ντούπου ντούπου (4/4). Είναι η μεγάλη ώρα του Φοίβου, είναι ο πυρετός των γυμναστηρίων, ο νέος εθνικός ύμνος.


Η Δέσποινα,(μια από τις σύγχρονες ιέρειες που λέει κι ο Ζουράρις) σε πλήρη αυτοκατάφαση, ανακοινώνει σε κάποιο απ’ αυτά, τις πιο μύχιες σκέψεις της: Σπίτι μου/ ξεχνάω τη λύπη μου/ και μένω μόνη μου/ Λείπεις μα/ δεν έχω πρόβλημα/ μ’ αρέσει μόνη μου! Κάθομαι/ για σένα βάφομαι/ κι όμορφη γίνομαι. Με το νου/σ’ ακολουθώ παντού/ κοντά σου βρίσκομαι/ Κι όταν εργάζεσαι /ούτε φαντάζεσαι/ τι κάνω μόνη μου/ μεσ’ το σαλόνι μου/ σε σκέφτομ’ έντονα/ δεν πάω πουθενά/ πολύ καλά περνώ/ στον καναπέ μου εγώ.
Αλλά αυτό είναι περυσινό hit. Μετά παντρεύτηκε και σταμάτησε τις αμαρτίες του καναπέ!

Δεν μπορούμε να παραπονιόμαστε! Ο πρωτότυπος αυτός ήχος είναι μοναδικό προϊόν αλληλόδρασης συνθέτη-νυχτερινού μαγαζιού-ερμηνευτή- ανθοπώλιδος-φιάλης ουίσκυ με παρελκόμενα- χορού στο τραπέζι- λιώματος για σένα μωρό μου άπιαστο!


Ο Φοίβος, ευαίσθητος δέκτης ήχων και διαθέσεων του σήμερα, ανακατεύει ως αλχημιστής το παγκόσμιο μουσικό προϊόν και προσφέρει ένα εκρηκτικό μείγμα λάγνας ανατολής που ξέφυγε από τον αφέντη της και τρύπωσε σε club της δύσης.
Trance και σάζια, Guzzi φορέματα και hip hop, μπουζούκια με ηλεκτρικές κιθάρες. Διαρκώς τον απασχολεί πώς θα εισαγάγει τον ερωτισμό στην ψυχρή επιφάνεια του rave, πώς θα ενώσει τα πριν διεστώτα. Η κουφαλίτσα! Ποιος άλλος συνθέτης, νοιάζεται, παγκοσμίως βρε, για την χαμένη ψυχή του έθνους του;