vita moderna

kisses, tears & psychodramas

29.7.05

Ιμερο-λόγιο για αρχαρίους

Στον J95, τον Old Boy και τον Χοιροβοσκό, που προηγήθηκαν.


Ο διάλογος είναι παλιός αλλά περιοδικά αναθερμαίνεται. Ξεκίνησα να σημειώσω κι εγώ ένα δυο σημεία (μη χάσω) γιατί ανακαλύπτω κάτι κενά στις συζητήσεις, πλην κατέληξα σε κείμενο-γκουμούτσα. Το χειρότερο είναι ότι αναλώνομαι σε βασικές διευκρινίσεις και το πιο μετα-προχω- κομμάτι από τους ελάχιστους θερινούς αναγνώστες μου θα βαρεθεί. Τέλος πάντων, εδώ επιτελούμε θεάρεστο έργο, διότι έρχονται νέες γενιές που διψάνε για εναλλακτική ενημέρωση, την οποία, μετά την τρομακτική κρίση των Media από την επέλαση των blog (ακυρώσεις συμβολαίων στο Μέγκα, κλπ), μόνο εμείς, οι ξεχωριστές, αυθεντικές φωνές μιας ανεξάρτητης, αδιαμεσολάβητης, αμερόληπτης (τα τρία Α) Πληροφόρησης, μπορούμε πλέον να προσφέρουμε με επιτυχία. Επιπροσθέτως, είναι καλό να θέσουμε τώρα την ιδεολογική πλατφόρμα πάνω στην οποία θα επανέλθουμε αργότερα ορθώνοντας τη σύγχρονη προβληματική επί του θέματος, εξειδικεύοντας σε επιμέρους ζητήματα. Έχουμε και λέμε. Ένα-δύο. Ακούγομαι; Καλώς.

*


Η ομοφυλοφυλία δεν ήταν ποτέ μόνο μια περιθωριακή ερωτική έκφραση κάποιων ανθρώπων, συντελούμενη σ’ έναν ου-τόπο, κατά τη διάρκεια του ου-χρόνου, ώστε να ξεμπερδεύουμε με το ανέξοδο «δεν με ενδιαφέρει τι κάνει κανείς στο κρεβάτι του». Πίσω από την αθώα αυτή διατύπωση συνωθούνται, άλλωστε, πλήθος απόψεων, ιδεών και στάσεων, από την καταναγκαστική ανοχή (μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, αρκεί να μη σας βλέπω εγώ) ως την περπατημένη, κάπως κουρασμένη υπεροχή (αμάν πια μ’ αυτό το γκαιϊλίκι- μας τα πρήξατε)

Ενδέχεται βέβαια, να αποτελεί απλώς μια τίμια έκφραση αδιαφορίας ή συμπάθειας- δεν το αποκλείουμε.

Η ομοφυλοφυλία εκτός από ερωτική επιλογή, αποτελεί και στάση απέναντι στη ζωή κοινωνικά καθορισμένη, μια συμπεριφορά δηλ. που συνομιλεί με την κοινωνία και τους θεσμούς της (είτε ως απόκρυψη είτε ως διάνοιξη), επηρεάζεται από αυτή και την επηρεάζει επίσης. Γι’ αυτό και στις ιδέες μας περί του ζητήματος αντανακλάται η δική μας σχέση με την κοινωνία, τα δικά μας αιτήματα αλλαγής της (ή όχι), οι δικές μας ευαισθησίες, η δική μας αγωνία (ή μη) για μια ζωή αυθεντική (κατά το ανθρωπίνως δυνατόν - έχουμε επίγνωση του βάρους των λέξεων), εγγύτερη στον υπό διαρκή ανακάλυψη, βαθύτερο εαυτό μας. Το ζήτημα δεν είναι ακριβώς τα gay δικαιώματα όσο η εξασφάλιση των προϋποθέσεων της ελεύθερης αναπνοής.

Όποιος, για παράδειγμα, γνώρισε τον πνιγηρό ορίζοντα της επαρχίας, όπου οι απόψεις και ο έλεγχος της κοινότητας λειτουργούν ως μπετόν αρμέ που ρίχνεται έξω από το παράθυρό σου καθημερινά μέχρι να το καλύψουν εντελώς, ξέρει τι οδυνηρή και μοναχική υπόθεση είναι η έκφραση της σεξουαλικότητας και, συνεπώς, τι προϊόν ανελευθερίας είναι η συγκρότηση της ταυτότητας. Είναι σχεδόν αστείο να μιλάει κανείς για ερωτική «επιλογή», στην ελληνική ύπαιθρο των δεκαετιών του 70 ή του 80, όπου, κατά έναν παράξενο τρόπο, η «αγορά» γνωρίζει το πρωΐ τι όνειρα έβλεπες εσύ χθες βράδυ.

Συνεπώς η αλληλεγγύη προς την gay κοινότητα και τα αιτήματά της, έχει αξία να προκύπτει όχι ως έξωθεν συμμόρφωση προς ένα ακαθόριστο δέον της νέας εποχής (μια κακοχωνεμένη, επίπλαστη προοδευτικότητα που αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει από την έλλειψη βάθους της ) αλλά ως βιωμένη, εμπειρική αίσθηση συγγένειας προς οποιονδήποτε ή οτιδήποτε βρίσκεται σ’ αυτό τον κόσμο υπό διωγμό, υπό περιορισμό. Κι αυτό που διώκεται, αυτό που κάνει έξαλλο το συνασπισμένο κοινωνικό σώμα δεν είναι τόσο η ομοφυλόφιλη επιλογή όσο η επιθυμία κάποιου να αυτοπραγματωθεί έξω από τη νόρμα, ήτοι να μην αναλάβει ευθύνες. Αγνοεί η έρμη κοινωνία, ή υποκρίνεται πως αγνοεί, τι προσωπικό κόστος συνεπάγεται τέτοια επιλογή και τι ευθύνες αναλαμβάνει έκαστος στη ζωή του- για να μην πω σταυρούς και γίνω μελό.

Πλην, η επικρατούσα άποψη είναι ότι πλέον κανείς και τίποτα δεν διώκεται και ότι οι κοινωνίες ανέχονται, αν δεν επιβραβεύουν κιόλας, τη λεγόμενη παρέκκλιση. Αυτό ισχυρίζεται ο Χριστόδουλος, αυτό διαχέεται, με αποχρώσεις, στην κοινωνία. Βαριέμαι να επαναλάβω εδώ τα γνωστά, ότι δηλ. η ομοφυλοφυλία δεν είναι ένα ατελείωτο πάρτυ ολίγων ενοχλητικών της show biz που απέκτησαν, τελευταία, δύναμη και εξουσία και ότι, αντιθέτως, όσο κατεβαίνουμε την κοινωνική ιεραρχία οι εκδηλώσεις του ρατσισμού είναι συχνότατες και βίαιες και σκοτεινές (εκτός από τα διαφημιστικά πλατώ υπάρχουν και οι φυλακές, τα σχολεία, ο στρατός, τα ψυχιατρεία). Όποιος νοεί, εννόησε.

Με στενοχωρεί, όμως, βαθιά το γεγονός ότι από την ευφάνταστη δεκαετία του εξήντα όπου τέθηκαν με τόσο ριζικό τρόπο αυτά τα ζητήματα χειραφέτησης και ντύθηκαν με τόσο συναρπαστικές μουσικές οι ιδέες και τόσοι άνθρωποι διεκδίκησαν μαζικά τον προσωπικό τους ζωτικό χώρο, φτάσαμε να αναλύουμε πάλι τα αυτονόητα (σε μια αναδιπλωμένη νέο-συντηρητική κοινωνία), πως δηλαδή ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να αυτοπραγματώνεται διαχειριζόμενος ελεύθερα την επιθυμία του· πως βρεθήκαμε εδώ για να διαστελλόμαστε καθημερινά μαζί με το σύμπαν, σε μια διαδικασία γενναιόδωρη και απελευθερωτική, αποτελώντας, έτσι, πεδίο διαρκούς διεύρυνσης και διάνοιξης προς τον κόσμο· πως μέλημά μας είναι να εμβαθύνουμε, να διερευνήσουμε, να κατανοήσουμε τον συνάνθρωπο εν ειρήνη και αγάπη και ομονοία- όχι να τον καταπιούμε αμάσητον μαζί με τις ιδέες του· πως η ερωτική μας ζωή είναι, οφείλει να είναι, μια ευκαιρία για ταξίδι στ’ αστέρια- όχι μια φοβική συσπείρωση γύρω από την ιδεολογικοποιημένη σεξουαλική μας ταυτότητα· πως, τέλος, καλόν είναι αναχωρώντας από τον μάταιο τούτο κόσμο να έχουμε αφήσει ένα ελάχιστο ίχνος γιορτής πίσω μας (των αισθήσεων, του πνεύματος, ό,τι μπορεί ο καθένας) κι όχι ένα μισαλλόδοξο, κλειστοφοβικό εγώ, συρρικνωμένο από το θυμό και την άγονη αντιπαράθεση με ό,τι μας ξεπερνάει.

Δεν υποστηρίζω ότι οφείλουν όλοι να διαπνέονται από πνεύμα ανατροπής και ρήξης με τα καθιερωμένα· έχει και ο συντηρητισμός τη θέση του στην κοινωνία. Αλλά και τι σπατάλη χρόνου, τι λάθος ζωή, να περνάς τον καιρό σου πετώντας πέτρες στον (παραπλανημένο, ξεστρατισμένο) διπλανό σου. Τι ξόδεμα ενέργειας να ζεις γαβγίζοντας διαρκώς προς οτιδήποτε κινείται έξω από την καγκελόπορτα του περίκλειστου σύμπαντός σου.

*


Άντε γεια σας μάγκες και κούκλες. Αυτά δεν είναι θέματα καλοκαιρινά. Οι πατούσες που συλλέξανε σοφία στην άμμο είναι η καλύτερη προϋπόθεση για απελευθέρωση της καταπιεσμένης (λόγω παρατεταμένου χειμώνα) libido. Προς επίρρωση τούτου, της απελευθερωτικής δηλ. λειτουργίας του θέρους επί των αισθήσεων, κλείνω με το γνωστότερο ερωτικό τρίγωνο της δημοτικής μας νησιωτικής ποιήσεως, που τραγουδά ο λαός μας εν πλήρη αθωότητι τώρα σιμά, τον Δεκαπενταύγουστο:

Το λουλουδάκι του βουνού
δε μ’ άφησε καθόλου νου

Έλα να πάμε εκεί που λες
που κάνουν τα πουλιά φωλιές

Έλα να πάμε στο νησί
η μάνα σου, εγώ και συ!

(έτσι, τελικά, περνάνε τα κρυφά μηνύματα και όχι με τους Metallica παιγμένους ανάποδα)

6.7.05

We are all made of stars*

*Moby
----------

Το σκηνικό επαναλαμβάνεται ίδιο ανά την επικράτεια και με γεμίζει ησυχία και καταπραϋντικό μικροαστισμό: φούρνος το μεσημέρι, κατεβασμένη τέντα και γάτα στον ήσκιο της. Εντός του καταστήματος, οι γνωστές μυρωδιές του ψωμιού και ο ανεμιστήρας που σέρνεται. Υποψιάζεσαι ότι κάποιος θα εμφανιστεί πίσω από την κουρτίνα, αλλά για την ώρα δεν συμβαίνει τίποτα. Στο ψυγείο της Δέλτα, απέξω, οι αιώνιοι πιτσιρικάδες διαλέγουν παγωτά, με το κεφάλι μέσα.

Τσιμπάω, σήμερα, ανάμεσά τους ένα καραμελέ- που ευτυχώς επέζησε της λαίλαπας των μάτζικ ντάμπλ, τζάιαντ μπος και συναφών. Σε λίγο, με τα παγωτά στο χέρι, και οι τρεις, χασομεράμε στη σκιά. Παρακολουθώ τον μίνι διάλογό τους:
- Μπόμπιρας ά: Πιάνεις τζιτζίκια;
- Μπόμπιρς βού:… (συνεχίζει να γλείφει το παγωτό του)
- Μπόμπιρας ά: Ε; γιατί δε λές; Πες! πιάνεις τζιτζίκια;
- Μπόμπιρας βού:... (πιεσμένος από την επιμονή:) Εγώ έχω ποδήλατο αγωνιστικό!

Ξαφνικά συνειδητοποιώ ή μάλλον θυμάμαι, τι κλειστός και αυτάρκης κόσμος είναι η παιδική ηλικία. Εννοείται πως όση ώρα στέκομαι δίπλα τους, γλείφοντας κι εγώ, με κοιτάζουν αλλά δεν με βλέπουν.

(Έχει και ηθικόν δίδαγμα δηλαδή η ιστορία μας, αλλά δεν θα στο πω εγώ, να το βρεις μόνος σου!)

*



Την επόμενη, φαινομενικά άσχετη, πλην καλοκαιρινή ιστορία μας, τη διηγείται φρικιός, κάποιο βράδυ στην παραλία του Αι Νικόλα, στη Φολέγανδρο. Η συζήτηση αφορούσε την αύξηση του κόσμου στα νησιά και την επέλαση των βαρβάρων.
Υπήρξε εποχή, λέει, που η κοσμική παραλία Πούντα στην Πάρο, ήταν παράδεισος. Λίγος κόσμος, ελεύθερο κάμπινγκ, γυμνισμός, φωτιές το βράδυ, κιθάρες, ο αέρας μύριζε λιβάνι- ανάβαμε τον ένα μπάφο πίσω από τον άλλον.
Τότε είχε ανοίξει κι ένα κιόσκι στην άκρη, συνεχίζει, μας έφτιαχνε καφέδες και δυο τρία φαγητά. Κάποια στιγμή είπε να γίνει νόμιμη επιχείρηση και παρήγγειλε μπλοκ αποδείξεων, δίνοντας όνομα στο μαγαζί: η ωραία Πούντα. Όλα καλά και σε σύντομο διάστημα καταφτάνουν με το καΐκι, τα κουτιά με τα μπλοκάκια. Ανοίγουν, τι να δουν: ΚΑΦΕΖΥΘΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ: η ωραία ΦΟΥΝΤΑ! Ο ιδιοκτήτης έπαθε σοκ. Δεκάδες μπλοκ, λέει, που έγιναν τελικά ανάρπαστα από τους κατασκηνωτές εξαιτίας του λάθους.

*


Αλήθεια, ψέμα, τι να σου πω! Έτσι κι αλλιώς, είναι ιστορία που ακούγεται κατακαλόκαιρο, under stars, στη ζεστή ακόμα άμμο, σε μια κοινότητα προσώπων που έχει ρίξει τις αντιστάσεις της γιατί ζητάει, συνειδητά, να προσφερθεί, να νιώσει ευτυχισμένη. Και προσωπικώς, δεν διαθέτω πιο δυνατή εικόνα ελευθερίας και αμεριμνησίας απ’ αυτή.

Καλό καλοκαίρι σε όλους.

1.7.05

My number one's (παρτ τού)

Συνεχίζουμε σήμερα, ω φίλοι, την καυτή περιδιάβαση (μέρα που είναι) σε διαλεχτά πνεύματα – εκλεκτούς μαραγκούς των λέξεων, που με τα άρθρα τους σε εφημερίδες, υποστηλώνουν κάπως, το σαθρό, πνευματικό μας οικοδόμημα (ένδεια και μαρασμός των ιδεών, ω φίλοι). Δεν είναι ακριβώς στυλίστες, όπως οι προηγούμενοι, αλλά αποτελούν δυνατές, παρήγορες φωνές στον διάχυτο ανορθολογισμό που μας ζώνει, και μάλιστα ως τιμή και καμάρι μας.

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ αποχαιρέτησε πρόσφατα τη στήλη της βιβλιοκριτικής στα Νέα του Σαββάτου, μετά από εννέα συναπτά έτη· στο κέντρο της εφημερίδας εμφανίζεται πλέον μια τρύπα, ένα κενό λόγου το οποίο δεν υποκαθίσταται εύκολα. Να προσπαθήσω να εξηγήσω, πρόχειρα, το γιατί.
Οι επιλογές των προς κρίσιν βιβλίων, ένα ευρύτατο φάσμα κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας κυρίως, αλλά και φωτογραφικά λευκώματα, ιστορικά ντοκουμέντα, κοινωνιολογικές μελέτες, κλπ, γίνονταν πάντα στη βάση μιας προσωπικής, sui generis οπτικής, που αντιστρατευόταν τη λογική των δημοσίων σχέσεων, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Κατάρτιση, οξυδέρκεια, εμβάθυνση, πλούτος ιδεών. Διαβάζοντας τα κείμενά του, νιώθεις να απαλλάσσεσαι από το βάρος ποικίλων στερεοτύπων που ασυναίσθητα δημιουργούνται σε όλους μας (σαν η σκέψη μας να έχει ανάγκη από στηρίγματα και χειρολαβές) διανοιγόμενος σιγά σιγά σε έναν χώρο ελευθερίας από προκαθορισμούς και ευκολίες. Κι αυτό γιατί η σχεδόν ανεξίθρησκη βιβλιοκριτική του λειτούργησε για εκείνον, πάντα, ως αφορμή μιας ευρύτερης αναρώτησης για την σχέση των εκδοτικών πραγμάτων στην Ελλάδα με τις ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις και τις συνεχείς αλλαγές που συντελούνται υπογείως στη χώρα μας και τον υπόλοιπο κόσμο. Κορυφαία στιγμή του, το βιβλιαράκι του «ελληνικό hangover» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Νεφέλη, όπου και ξεμοντάρονται συστηματικά, πλήθος κατασκευασμένων μύθων της περίφημης «ελληνικότητας»· έχει σημασία ότι το κάνει όχι με το πάθος του νεοφώτιστου αλλά με τη νηφαλιότητα ανθρώπου που βούτηξε πρώτα στα γαλάζια νερά της πατρίδας, χάρηκε το κολύμπι, και, στη σκιά πλέον, μιλάει για την μετατροπή πραγμάτων ζωτικών για την ύπαρξη, σε κλειστά ιδεολογικά σχήματα προς χρήσιν κάθε πικραμένου. Αυτή ακριβώς η απελευθέρωση από ηδονικές αφηγήσεις που μας τροφοδότησαν για χρόνια, δημιουργεί μια νέα χαρά, ένα νέο παιχνίδι: τη διάλυση και την ανασύνθεση του κόσμου από την αρχή, ξανά και ξανά, σαν παιδί! (εδώ και η κριτική του βιβλίου από τον Π.Τατσόπουλο)


Έτυχε να γνωρίσω, (ένα γεια είχαμε, δηλαδή) τον Γιάννη Χάρη, την περίοδο που σπούδαζε βυζαντινή μουσική στον Σίμωνα Καρά- ύστερα έγινε μέλος της χορωδίας του Λ. Αγγελόπουλου. Αργότερα έμαθα ότι έκανε και επιμέλεια στα κείμενα του Ελύτη. (Τι ακριβώς να επιμεληθείς σ’ αυτόν τον ποιητή, παραμένει μυστήριο για μένα). Αυτά έχουν σημασία, γιατί όπως και στην περίπτωση του Κούρτοβικ, δείχνουν άνθρωπο που κινήθηκε με αγάπη και ανυστεροβουλία προς όσα, αργότερα, αντιμετώπισε κριτικά, κυρίως ως μετατόπιση ή παραφθορά του ελεύθερου πνεύματος που τα γέννησε, προς τη στείρα σχηματοποίηση.
Στα Νέα του Σαββάτου κι αυτός, στις εβδομαδιαίες επιφυλλίδες του για τη γλώσσα, που συγκεντρώθηκαν πέρυσι σε τόμο από τον Πόλις με τίτλο: «Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη», προσπάθησε να καταδείξει την τρομοκρατία που ασκεί προς κάθε κατεύθυνση μια κλειστοφοβική, εξουσιαστική χρήση της ελληνικής από τους καθαρολάγνους συν-Πατριώτες (μας), οι οποίοι κραδαίνοντας τον Τζάρτζανο πάνω από τα κεφάλια μας βουτάνε όλο και περισσότερο στην κοινοτοπία και τον παγανισμό. Είναι ένα βιβλίο-υπόδειγμα για το ανοιχτό, φιλελεύθερο πνεύμα του, που αποκαθηλώνει σπαρταριστά, με αφορμή τα υποτιθέμενα λάθη, το ογκώδες ιδεολόγημα που συνοδεύει τη γραμματικοσυντακτική δομή και εκφορά της ελληνικής. Στα 101 κείμενα του βιβλίου, διαλύονται όλες οι γνωστές αλλά και οι ανεπίγνωστες, φοβικές εξαρτήσεις μας από την λεγόμενη «ορθή» χρήση της γλώσσας, καθώς και τα παρατράγουδα που δημιουργεί το γάντζωμα από το κλέος της αρχαιοελληνικής, αυτό το ακλόνητο φετίχ των «υγιώς» σκεπτόμενων νεοελλήνων. (σκεπτομένων, βεβαίως- βεβαίως)
Στη δεύτερη περίοδο των άρθρων του, εστιάζει σε ζητήματα κοινωνίας, τέχνης, πολιτικής και κουλτούρας, δλδ από την τούρτα του Σαββόπουλου ως τα Χριστοδουλικά ανάλεκτα, με την ίδια διεισδυτικότητα και ευθυκρισία, χωρίς να χάνει το χιούμορ του. Στα κείμενά του βρίσκω τη βαθιά συγκίνηση που λέγαμε και πριν, το εφέ δηλαδή που προκύπτει όταν εγκαταλείπεις τις αποσκευές και τον βαρύτιμο εξοπλισμό σου, για τη χαρά του να ταξιδεύεις ελαφρύς κι αδέσμευτος.

*


Θα τελειώσουμε, καλά να είμαστε, με άλλα δύο, λαμπρά, λαμπρότατα τέκνα της εγχωρίου εφημεριδοσυγγραφής. Μετά θα πιάσουμε τους μπλόγκερς, κι έτσι θα βγάλουμε και το 2006, χωρίς να κλείσει το μαγαζάκι βιταμοντέρνα. Για το 2007, ετοιμάζουμε κι εμείς κάτι δωράκια dvd- είναι ανελέητος πια ο πόλεμος που μαίνεται, απ' ό,τι διαβάζω.