vita moderna

kisses, tears & psychodramas

19.6.16

Δελφοί φίλτρα


Έψαχνα χτες στη ντουλάπα να βρω τα απαραίτητα για την πρώτη εξόρμηση στη θάλασσα – για την ακρίβεια να μπω σ’ αυτό το πολύχρωμο μακρύ ποτάμι φλεγόμενης λαμαρίνας, προς τον νότο. Έψαχνα με μια μικρή αγωνία πως θα έχει χαθεί το μαγιό ή το καπέλο, είδη ταπεινά αλλά πολύτιμα γιατί δεν αντικαθίστανται εύκολα: έχω ψευδαισθήσεις πως από όλα τα καπέλα παραλίας αυτό με κάνει πιο συμπαθητικά ηλίθιο, το ίδιο και το μαγιό. Τα βρήκα όλα στη θέση τους, εκτός από μια φθαρμένη ψάθα περιπτέρου, ένα ελεεινό κατασκεύασμα το μοναδικό προσόν του οποίου είναι ότι διπλώνει και δεν πιάνει χώρο. Τελικά την εντόπισα κι αυτή, εντελώς τυχαία, σε μια πολυθρονίτσα δίπλα στο γραφείο όπου στοιβάζονται πράγματα αδιακρίτως. Κι αυτό είναι σχόλιο αφενός για το είδος τάξης και οργάνωσης που επικρατεί σε ένα σπίτι (με παιδί) (κατάλαβες τώρα, το παιδί φταίει) κι αφετέρου για τον χρόνο που μεσολαβεί από το ένα καλοκαίρι στο άλλο. Μέχρι να τακτοποιήσεις την ψάθα, ώσπου να ανεβάσεις τον ανεμιστήρα στο πατάρι, άντε πάλι κάτω. Γι’ αυτό και αποφεύγω τέτοια μάταια σπορ.
.
Από όλες τις κοινότοπες σκέψεις της παραλίας (δημοκρατία των σωμάτων, δημοκρατία της ρακέτας) διασώθηκε μόνο ένας συνειρμός, μια αρχαία εικόνα που ενεργοποιήθηκε πίνοντας ένα ούζο μπροστά στη θάλασσα.
.

.
Πρέπει να ήμουν 24 ή 25 χρονών εκείνο το καλοκαίρι και είχα κατέβει για λίγο στο χωριό, (πριν τις Κυκλάδες, ως συνήθως.) Κάποιο μεσημέρι περνούσα από το καφενείο και δυο-τρεις συμμαθητές με φώναξαν να κάτσω μαζί τους. Το τραπέζι κάτω από τον πλάτανο – πίνανε ούζο με μεζέ, στο πιάτο υπήρχε ντομάτα και κάτι ψαράκια τηγανητά. Είπαμε τα γνωστά αλλά σιγά-σιγά έπεσε σιωπή, καπνίζαμε και πίναμε κάπως αμίλητοι μπροστά στη θάλασσα του μεσημεριού, που τη θυμάμαι ίδια, από παιδί: λαμπυρίζει το κύμα ασταμάτητα και ο ζεστός, υγρός αέρας που φυσάει πότε-πότε κάνει τα πράγματα να μοιάζουν με ανάμνηση.
.
Κάπνιζα Μάλμπορο τότε αλλά δεν ξέρω πώς μου ήρθε και ζήτησα ένα τσιγάρο από το πακέτο που ήταν στο τραπέζι. Άνοιξα το κουτί των θαυμάτων και μύρισα τον καπνό πριν ανάψω. Με συνεπήρε αμέσως αυτή η κατάσταση, σαν να ανασύρθηκε ξαφνικά κάτι θαμμένο, μια ρίζα που βρήκε τρόπο να εκφραστεί - κατάλαβα ότι ξεκίναγα πλέον τους Δελφούς. Κι όπως διαπίστωσα μετά, ήταν μια συνειδητή επιλογή αυτή, μια στροφή σε κάτι που απέφευγα συστηματικά γιατί το αντιλαμβανόμουν εξαρχής πολύπλοκο και προβληματικό: μ’ αυτό το χρυσό πακέτο θα έσερνα έκτοτε μαζί μου ένα κομμάτι πατρίδας, όχι ακριβώς σαν ενθύμιο ή στοιχείο ταυτότητας, αλλά σαν εκούσια υπενθύμιση ότι είμαι για πάντα δεμένος με τον τόπο που έχω αρνηθεί.
.
Κάπνισα πολλά χρόνια Δελφούς και πάντα είχα την αίσθηση ότι σ’ αυτή την ηδονή υπήρχε η ανάμνηση ενός τραύματος – σαν ολόκληρη η ζωή να αποτελείται από εικόνες που δεν λένε να καθαρίσουν τη σημασία τους αλλά παραμένουν εκκρεμείς, ελκυστικές και απωθητικές συγχρόνως, να διηγούνται μια προσωπική ιστορία με την οποία δεν αποφασίζεις ποτέ να αναμετρηθείς ανοιχτά.
.

1.6.16

ξι κάπα λάμδα τόνος


Γράφω ξανά εδώ κι ακούω τις μηχανές να τρίζουν στα υπόγεια, γρανάζια αλάδωτα, αχρησιμοποίητα για μήνες. Ώστε υπήρξε πράγματι η εποχή των (μεγάλων) κειμένων, τακ τουκ τακ, πλήκτρα στην ησυχία - ας είναι καλά ένας άνθρωπος που μου πρότεινε κάποτε να μάθω τυφλό σύστημα· κατέβαινα σε μια σχολή στο κέντρο, ατέλειωτα κακοχτυπημένα φι ξι φι ξι, θα πήγαινα λέει στον στρατό και θα τους έλεγα «κύριοι, ξέρω γραφομηχανή». Κι εκείνοι έκθαμβοι θα απαντούσαν «Ω, μα αυτό είναι θαυμάσιο, περάστε από εδώ αγαπητέ, ιδού το γραφείο σας, ξεκινάμε, έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας.»
.
Μ’ αρέσει να αντιγράφω αποσπάσματα, με ησυχάζει αυτό.
.
***
Χτες το βράδυ είχα μια περίεργη συγκίνηση, έψαχνα να βρω μια μουσική ή μια εικόνα να βυθιστώ κι ίσως να κλάψω λιγάκι. Τα κατάφερα με την τελευταία σκηνή του never let me go, μου έχει εντυπωθεί αυτό το φινάλε, δεν ξέρω ποιο είναι βαθύτερο, αυτό ή του Άγγλου ασθενή, εκείνη η γυναικεία φωνή off ή αυτή, πάντως και τα δύο για τον θάνατο μιλάνε: «Πεθαίνουμε πλούσιοι από εραστές, από γεύσεις που κατάπιαμε. Από κορμιά, που τα κολυμπήσαμε σαν να ταν ποτάμια» λέει η Κριστίν Σκοτ Τόμας, «We all complete. Maybe none of us really understand what we've lived through, or feel we've had enough time...» λέει η Κάρει Μάλιγκαν. Και πώς παίζει έτσι θεέ μου αυτή η κοπέλα, είναι διαρκώς έτοιμη να αναλυθεί σε δάκρυα.
.

.
Όμως το πρωί ξύπνησα χαρούμενος, παράξενα αισιόδοξος. Λοιπόν, ευτυχώς, μέχρι να πεθάνουμε, θα ζήσουμε! Ή, θα δούμε, τέλος πάντων. Μη ρωτάς τι θα κάνω / μπορεί να πεθάνω / μπορεί και να ζήσω / δεν ξέρω, θα δω. Μ’ αυτό το βαλσάκι κλείνει η παράσταση της Όλιας Λαζαρίδου, το Άσμα ασμάτων ή μια νύχτα κάτω απ’ τ αστέρια. Το τραγούδι ανέβασε ο Χρήστος Αγγελάκος και το μεταφέρω εδώ
.
***
Δεν υπάρχουν άγιοι άνθρωποι, τρου στόρι. Υπάρχουν όμως συμπεριφορές και στάσεις ζωής λιγότερο συνηθισμένες. Είναι λοιπόν Τρίτη πρωί, η τελευταία ημέρα του Μαΐου και ο Θανάσης Π. αυτοπροσώπως έχει έρθει με τους μουσικούς του να παίξει σε μια αίθουσα εκδηλώσεων που βράζει, μπροστά σε δέκα δασκάλους και πέντε γονείς και τριάντα παιδιά του ειδικού σχολείου, παιδιά που χαίρονται και τσιρίζουν και ουρλιάζουν. Δεν θα το μάθει κανείς, δεν έχει ανακοινωθεί πουθενά, δεν θα εξαργυρωθεί με κανέναν τρόπο. Πίνει στο τέλος ένα τσίπουρο στο πόδι, του δίνουν συγχαρητήρια, μια κυρία του λέει «απορώ πώς γεμίζουν τα στάδια μ’ αυτά τα τραγούδια κι αυτούς τους στίχους που γράφετε», για καλό το λέει βέβαια, «έλα ντε! κι εγώ απορώ», της απαντάει. Αλλά ξέρουμε όλοι ότι τα στάδια γεμίζουν και γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή σήμερα στέκεται έτσι φυσικά και απροσποίητα μπροστά μας, να εξηγεί με τον τρόπο του εκείνο το ευαγγελικό δωρεάν λάβετε, δωρεάν δότε, πως κατά τη γνώμη του δεν κάνει και τίποτα φοβερό ο ίδιος, τον επισκέπτονται τα τραγούδια, εκείνος απλώς μεσολαβεί, τρέχουν τα ρυάκια στο υπέδαφος και πότε-πότε αναβλύζουν - να έχουμε ένα μέτρο των πραγμάτων, μας συστήνει. Αυτός, ο άνθρωπος αυτός. Είναι σπουδαίος και η σημερινή του κίνηση το επισφραγίζει - μπράβο του και χίλια μπράβο.
.
.
Με κάποια άλλα παιδιά και λίγους συνοδούς καθηγητές, σε βραδινή επίσκεψη στο μουσείο της Ακρόπολης, πριν μερικές ημέρες. Προσπαθείς να στρέψεις το ενδιαφέρον τους στα εκθέματα αλλά υπάρχει ένα διάχυτο γκλαμ κλίμα κάπως αποπροσανατολιστικό, το πιάνουν τα παιδιά αυτό, ότι το θέμα είναι το ίδιο το μουσείο. Αρκετός κόσμος στο εστιατόριό του, χαμηλό φως και κεράκια, ένα σχήμα έπαιζε ζωντανά - τι άλλο, Χατζιδάκη. Έμεινα λίγο στο τέλος να χαζέψω, μου έκανε εντύπωση μια μικρή οχλαγωγία στα τραπέζια, αλλάζουν σιγά σιγά και οι δυτικοευρωπαίοι τουρίστες. Βγήκα έξω στη μυρωμένη νύχτα, κορίτσια και αγόρια αγκαλιά, το φεγγάρι ψηλά. Ένα μπαράκι είχε εγκαίνια, άλλη ζωντανή ορχήστρα εκεί, το κοντραμπάσο ξαπλωμένο -τους πέτυχα στο διάλειμμα. Ρώτησα έναν μουσικό αν παίζουν τζαζ και τι είδους. «Κυρίως Χατζιδάκη» μου λέει, «και διάφορα άλλα».
.
Τι θα κάναμε χωρίς τον Χατζιδάκη δεν ξέρω, κολλάει παντού, κολακεύει το προφίλ μας, αρέσει σε όλους, ποιος θα είχε αντίρρηση για λίγο Χατζιδάκη ακόμα. Αν τον αφαιρούσαμε, άραγε, τι θα έμενε σε ένα ιντερνάσιοναλ πρόγραμμα; [Ξαρχάκος, φαντάζομαι, ή Θεοδωράκης (παιγμένος χατζιδακικά.)]
.
***
Σχολεία. Για κάποιο διάστημα άκουγα τη φράση και δεν καταλάβαινα τι γίνεται, αν εγώ δεν έπιανα κάτι σωστά ή τα παιδιά αγνοούσαν τη σημασία του. Ευτυχώς υπάρχει το τρομερό slang.gr – ούτε ένα, ούτε δύο, εφτά χρόνια πριν το «ούτε καν» άλλαξε τη σημασία του. Παραπάνω μάλλον, αφού τότε απλώς το καταγράφει τo σάιτ. Εδώ. (Μου κάνει εντύπωση ένας αδιόρατος συντηρητισμός για slang.gr , στο ευφυές παράδειγμα "ούτε καν καν καν" σημειώνει τη χρήση ως σωστή κι όχι ως τη συνήθη. Λέμε, τώρα.)
.
***
Λοιπόν πίστευα ότι δια της μεθόδου των ελεύθερων συνειρμών θα έφτιαχνα ένα ποστ σαν τα παλιά – τελικά έφτιαξα έναν τοίχο του φέισμπουκ κι εδώ, ε μπιτ οφ δις εντ ε μπιτ οφ δατ, βιντεάκια, σοφίες, αιώρες, παπαγάλοι. Εξοντώθηκα, εν τω μεταξύ - τι καταναγκασμός κι αυτό το μπλόγκινγκ. Αχ, παρήλθαν οι χρόνοι. Βάι-βάι.
.